- περιοστίτιδα
- ηφλεγμονή, πάθηση του περιόστεου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιοστίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού περιοστέου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periostitis (< περιόστεο, + επίθημα ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιοστῖτις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Μαγγίνα] … Dictionary of Greek
οστεόφυτο — (Ιατρ.). Καλοήθης νεοπλασία των οστών. Τα ο. αποτελούν συχνή πάθηση των οστών και είναι μικροί όγκοι πορώδεις, επικολλημένοι στην επιφάνεια του οστού, που με την πάροδο του χρόνου ενσωματώνονται σε αυτό. Οφείλουν τη γέννεσή τους σε χρόνιο… … Dictionary of Greek
παχυπεριοστίτιδα — η ιατρ. περιοστίτιδα που καταλήγει σε πάχυνση τού περιοστέου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachyperiostitis < παχυ * + περιοστίτις / ίτιδα*] … Dictionary of Greek
φατνίτιδα — η, Ν ιατρ. περιοστίτιδα οδοντικού φατνίου, ξηρά ή πυώδης, εμφανιζόμενη, μερικές φορές, ύστερα από εξαγωγή δοντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + κατάλ. ίτιδα*] … Dictionary of Greek